μίσος
Προφορά
Ετυμολογία
μίσος αρχαία ελληνική μῖσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μίσος
✦ εχθρική διάθεση, έντονη απέχθεια, αντιπάθεια: πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος προς τους ψευδομένους (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
έχθρα
Αντίθετα
αγάπη, συμπάθεια
Επιρρήματα
–