μίλι
Προφορά
Ετυμολογία
μίλι μεσαιωνική ελληνική μίλιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μίλι
✦ μονάδα μήκους μεγάλων αποστάσεων, διαφορετική κατά χώρες και εποχές: το αγγλικό μίλι είναι ίσο με 1.610 μ. περίπου, το ναυτικό με 1.852 μ.
✦ πληθ. μίλια, μεγάλη απροσδιόριστη απόσταση: δίνει βιτσιά του αλόγου του και πάει σαράντα μίλια (δημ. τραγ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–