μήκος


μήκος
Προφορά

Ετυμολογία
μήκος αρχαία ελληνική μῆκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μήκος

✦ η απόσταση από το ένα ως το άλλο άκρο ενός αντικειμένου, το μάκρος
✦ η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις κάθε σχήματος ή σώματος
✦ διάρκεια
✦ (συνεκδ.) έκταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.