μέτωπο
Προφορά
Ετυμολογία
μέτωπο αρχαία ελληνική μέτωπον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μέτωπο
✦ το μέρος της κεφαλής του ανθρώπου ανάμεσα στους κροτάφους, στο τριχωτό της κεφαλής και τα φρύδια, καθώς και το επάνω πρόσθιο τμήμα της κεφαλής της ζώων: λάμψιν έχει… χείλος, μέτωπο, οφθαλμός (Διον. Σολωμός)
✦ φρ. έχω καθαρό μέτωπο, δεν έχει κηλιδωθεί η υπόληψή μου
✦ (μτφ. ) η πρόσοψη οικοδομήματος, οικοπέδου, τοίχου κτλ., η φάτσα
✦ η πρώτη γραμμή στρατιωτικής παρατάξεως
✦ ολόκληρη η ζώνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό πολέμου: φρ. έσπασε το μέτωπο
✦ φρ. κατά μέτωπο, κατά παράταξη, αντικριστά, μετωπηδόν
✦ σύμπραξη πολιτικών δυνάμεων για την επίτευξη κοινών σκοπών: λαϊκό μέτωπο
✦ (μετεωρ.) ζώνη στην οποία συγκλίνουν δύο αέριες μάζες με διαφορετικές θερμοκρασίες: ψυχρό μέτωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–