μέτοχος


μέτοχος
Προφορά

Ετυμολογία
μέτοχος αρχαία ελληνική μέτοχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μέτοχος -ος, -ο

✦ αυτός που μετέχει σε κάτι
✦ το αρσ. κ. θηλ. ως ουσ., ο κάτοχος μετοχών οικονομικής επιχείρησης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.