μέταλλο
Προφορά
Ετυμολογία
μέταλλο αρχαία ελληνική μέταλλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μέταλλο
✦ χημικό στοιχείο που υπερτερεί από τα άλλα (αμέταλλα) στη στερεότητα, το ειδικό βάρος, τη λάμψη, την αντοχή και είναι καλός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού
✦ (μτφ. ) ευκρινής, καθαρός τόνος φωνής
✦ πολύτιμα μέταλλα, μέταλλα μεγάλης αξίας (χρυσός, άργυρος) που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και αποθησαυρισμό – ευγενή μέταλλα, ο χρυσός, ο άργυρος και ο λευκόχρυσος που δεν οξειδώνονται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–