μέσος


μέσος
Προφορά

Ετυμολογία
μέσος αρχαία ελληνική μέσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μέσος -η, -ο

✦ ο ανάμεσα σε δύο τοπικά ή χρονικά όρια, ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος
✦ μέτριος, κοινός, συνηθισμένος: ο μέσος αναγνώστης
✦ θηλ. η μέση ως ουσ. βλ. λ.
✦ αρσ. ο μέσος ως ουσ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή του ποδιού
✦ (μαθημ.) μέσος όρος, το αποτέλεσμα που προκύπτει από την πρόσθεση αριθμών και τη διαίρεση του αθροίσματος με τον αριθμό που δηλώνει το πλήθος τους: ο μέσος όρος των αριθμών 5,6,8,1 είναι το 5 (5+6+8+1=20, 20:4=5) – φρ. κατά μέσο όρο, κατά υπολογισμό του μέσου όρου των διαφόρων μεγεθών: οι εργαζόμενοι πληρώνουν κατά μέσο όρο τα μισά των εσόδων τους για ενοίκιο κατοικίας
✦ μέση εκπαίδευση, η βαθμίδα της εκπαίδευσης μεταξύ της στοιχειώδους και της ανώτατης
μέσο ρήμα, που η ενέργειά του επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο – μέση φωνή, η τάξη των ρημάτων που λήγουν σε -ομαι – μέσα σύμφωνα, τα σύμφωνα ανάμεσα σε δασέα και ψιλά (β, γ, δ)

Συνώνυμα
μεσαίος, μεσιανός
Αντίθετα
άκρος, ακραίος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.