μέθοδος
Προφορά
Ετυμολογία
μέθοδος αρχαία ελληνική μέθοδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μέθοδος
✦ εξέταση ενός ζητήματος με ορισμένους κανόνες, επιστημονικός τρόπος έρευνας
✦ (ειδ.) ο τρόπος λύσεως μαθηματικών προβλημάτων
✦ (γεν.) ο κατάλληλος τρόπος για την επίτευξη ενός σκοπού με βάση τη λογική
✦ σύστημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–