μάχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
μάχομαι αρχαία ελληνική μάχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μάχομαι
✦ διεξάγω μάχη, πολεμώ
✦ (μτφ. ) αγωνίζομαι: μάχεται για τις ιδέες του
✦ εχθρεύομαι, μισώ: όλοι τον μάχονται γιατί συνήθισε να λέει την αλήθεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–