μάτι
Προφορά
Ετυμολογία
μάτι μεσαιωνική ελληνική μάτιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μάτι
✦ το όργανο της οράσεως, οφθαλμός
✦ η όραση
✦ βασκανία, μάτιασμα
✦ ασχημάτιστος βλαστός φυτού
✦ ο στρογγυλός δίσκος ηλεκτρικής κουζίνας
✦ αβγά μάτια, αβγά τηγανισμένα έτσι ώστε να μένει ακέραιος ο κρόκος τους
✦ (σε ποικίλες φρ.) με το μάτι, χωρίς μέτρηση ή ζύγισμα – για τα μάτια, για να τηρηθούν τα προσχήματα – έχω στο μάτι, εποφθαλμιώ – μου χτύπησε στο μάτι, κίνησε την προσοχή ή την επιθυμία μου – κάνω τα γλυκά μάτια, ερωτοτροπώ – κάνω τα στραβά μάτια, υποκρίνομαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω – μαύρισε το μάτι μου, ήρθα σε απόγνωση – μου άνοιξε τα μάτια, με διαφώτισε – κλείνω τα μάτια μου, πεθαίνω – δεν μου γεμίζει το μάτι, δε με ικανοποιεί, δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη – μπαίνω στο μάτι κάποιου, ενοχλώ κάποιον, τον κάνω να με ζηλέψει – κοιτώ με μισό μάτι κάποιον, δεν τον συμπαθώ, με δυσαρεστεί – για τα μαύρα σου τα μάτια, (ειρων.) για χάρη σου – παίρνω τα μάτια μου ή των ομματιών μου, φεύγω απελπισμένος σε άγνωστη κατεύθυνση – δε χορταίνει το μάτι του, είναι άπληστος – έβγαλα τα μάτια μου μοναχός μου, καταστράφηκα από δικά μου λάθη – (παροιμ.) το γινάτι βγάζει μάτι, το πείσμα φέρνει μεγάλη καταστροφή
✦ μάτι του κυκλώνα, περιοχή, ακτίνας ενός χιλιομέτρου περίπου, στο κέντρο κυκλώνα, όπου επικρατεί νηνεμία ή πνέουν ασθενείς άνεμοι· λανθασμένη η χρήση της φρ. για να δηλωθεί το επίκεντρο αναταραχής ή καταστροφής – μάτι της θάλασσας, δίνη, ρουφήχτρα – μάτι νερού, πηγή από την οποία αναβλύζει νερό
✦ μάτια μου, προσφώνηση τρυφερότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–