μάταιος


μάταιος
Προφορά

Ετυμολογία
μάταιος αρχαία ελληνική μάταιος

Ερμηνεία
μάταιος

✦ -αιη, -αιο επίθ. (Κ -αία, -αιον) άσκοπος, ανώφελος, που δε φέρνει αποτέλεσμα, δεν οδηγεί πουθενά: μάταιες προσπάθειες – μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς (Κ. Καβάφης)
✦ χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο: κι εγώ που από το μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα (Ζ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα
ψεύτικος
Αντίθετα

Επιρρήματα
μάταια (Κ ματαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.