μάσκα
Προφορά
Ετυμολογία
μάσκα └λατιν┘ masca
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μάσκα
✦ προσωπίδα
✦ έκφραση του προσώπου, προσωπίδα
✦ φρ. βγάζω τη μάσκα, παύω να υποκρίνομαι
✦ γλυπτό ομοίωμα του πρόσθιου τμήματος της κεφαλής ανθρώπου ή ζώου
✦ (ναυτ.) η πλευρά της πλώρης
✦ κρέμα ή πολτοειδές παρασκεύασμα για τον καλλωπισμό του προσώπου
✦ (αυτοκιν.) διακοσμητική σχάρα από μέταλλο ή πλαστικό στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου: μίκρυναν η μπροστινή μάσκα, τα φώτα καθώς και η χαρακτηριστική γρίλια που απέκτησε νέο σχήμα (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–