μάρκα
Προφορά
Ετυμολογία
μάρκα └ιταλ┘marca
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μάρκα
✦ σήμα, ιδ. σε βιομηχανικά προϊόντα
✦ κέρμα, κοκάλινο ή μετάλλινο, που αντιπροσωπεύει συμβατική αξία και χρησιμοποιείται, αντί χρημάτων, σε εστιατόρια, καφενεία, χαρτοπαίγνια κτλ.
✦ (μτφ. ) άνθρωπος πονηρός, τετραπέρατος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–