μάραθο


μάραθο
Προφορά

Ετυμολογία
μάραθο μεσαιωνική ελληνική μάλαθρον

Ερμηνεία
μάραθο

✦ (Κ κ. μάραθον) ποώδες αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη φαρμακευτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.