μάδημα
Προφορά
Ετυμολογία
μάδημα μαδώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μάδημα
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του μαδώ, αφαίρεση τριχών, φτερών, φύλλων, ξεπουπούλιασμα, απογύμνωση
✦ (μτφ. ) απόσπαση χρημάτων με δελεαστικό ή εκβιαστικό τρόπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–