λόγος
Προφορά
Ετυμολογία
λόγος αρχαία ελληνική λόγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λόγος
✦ ομιλία, λαλιά
✦ λέξη, φράση
✦ σύστημα εκφράσεως και συνεννοήσεως των ανθρώπων με τις λέξεις, γλώσσα
✦ συνομιλία, συζήτηση
✦ αγόρευση
✦ κήρυγμα
✦ διάδοση, φήμη
✦ συμβουλή, σύσταση
✦ γραπτή διατύπωση ή περιγραφή
✦ γνωμικό, ρητό
✦ βεβαίωση, υπόσχεση
✦ συμφωνία, εγγύηση
✦ σκέψη, λογική
✦ λογοδοσία
✦ δικαιολογία
✦ αιτία, αφορμή
✦ σκοπός, πρόθεση
✦ αναλογία
✦ (μαθημ.) σχέση μεταξύ μεγεθών ή ποσοτήτων
✦ φρ. εν ενί λόγω ή μ’ ένα λόγο, με μια λέξη, συνοπτικά – ο περι ου ο λόγος ή – ο εν λόγω, αυτός για τον οποίο γίνεται συζήτηση ή προαναφέρθηκε – παρά πάντα λόγο, αδικαιολόγητα – επ’ ουδενί λόγω, καθόλου – λόγω, εξαιτίας
✦ στη γεν. (με ή χωρίς άρθρο) και γεν. της προσωπικής αντωνυμίας του λόγου μου (σου – του – μας – σας – τους) αντί της προσωπικής αντωνυμίας: του λόγου σου με ζήτησες, εσύ με ζήτησες – ζωή σε λόγου σας, σε σας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–