λουτράρης


λουτράρης
Προφορά

Ετυμολογία
λουτράρης μεσαιωνική ελληνική λουτράρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λουτράρης

✦ θηλ. λουτράρισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιων λουτρών: η λουτράρισσα στο τούρκικο χαμάμι (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.