λουρίδα


λουρίδα
Προφορά

Ετυμολογία
λουρίδα υποκορ. του μεταγενέστερη ελληνική λῶρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λουρίδα

✦ στενή ταινία από δέρμα, ύφασμα, χαρτί κτλ.
✦ στενό και μακρύ τμήμα μιας επιφάνειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.