λινόδετος


λινόδετος
Προφορά

Ετυμολογία
λινόδετος αρχαία ελληνική λινόδετος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λινόδετος -η, -ο

✦ ο δεμένος με σκοινί από λινάρι
✦ (για βιβλία) επενδυμένος με λινό ύφασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.