λιμάνι
Προφορά
Ετυμολογία
λιμάνι └τουρκ┘liman
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λιμάνι
✦ προστατευμένη περιοχή σε παραλία, ή σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή πλοίων
✦ (μτφ. ) άσυλο, καταφύγιο
Συνώνυμα
σκάλα, πόρτο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–