λικέρ


λικέρ
Προφορά

Ετυμολογία
λικέρ └γαλλ┘ liqueur

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το λικέρ

✦ ηδύποτο
✦ υποκορ. λικεράκι (χωρίς υποκορ. σημ.): θα πάρετε ένα λικεράκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.