λιακάδα


λιακάδα
Προφορά

Ετυμολογία
λιακάδα λιακό + κατάλ. -άδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λιακάδα

✦ το ηλιακό φως σε αίθριο καιρό και η ευχάριστη θερμότητα του ήλιου: φθινοπωρινή λιακάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.