ληστεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ληστεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ληστεύω.mp3Ετυμολογίαληστεύω αρχαία ελληνική ληστεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ ληστεύω ✦ αφαιρώ δια της βίας ξένα περιουσιακά στοιχεία ✦ (μτφ. ) αποκομίζω υπερβολικά κέρδη σε βάρος άλλου Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–