λεύκα


λεύκα
Προφορά

Ετυμολογία
λεύκα αρχαία ελληνική λεύκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λεύκα

✦ δασικό ή κοσμητικό δέντρο ψηλόκορμο, υδρόφιλο, φυλλοβόλο, συγγενικό με την ιτιά: ο αποσταμένος έρωτας στη λεύκα είχε σκαλώσει κρυμμένος στ’ ανοιξιάτικα τα φύλλα τ’ ασημένια (Λ. Πορφύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.