λευκός


λευκός
Προφορά

Ετυμολογία
λευκός αρχαία ελληνική λευκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λευκός -ή, -ό

✦ αυτός που έχει το χρώμα του γάλατος ή του χιονιού, άσπρος: λευκό πουκάμισο – λευκός κρίνος
(μτφ. ) καθαρός, άσπιλος, αγνός: λευκό ποινικό μητρώο
✦ λευκή ψήφος, η ουδέτερη, αυτή με την οποία ο πολίτης δηλώνει την άρνηση εκλογής οποιουδήποτε από τους υποψηφίους, ή τη συνειδητή έκφραση διαφωνίας για τα προς ψηφοφορία θέματα ή τις προτεινόμενες λύσεις – λευκή απεργία, μορφή απεργίας κατά την οποία οι απεργοί προσέρχονται στον τόπο εργασίας αλλά απέχουν από κάθε εργασιακή απασχόληση – λευκή σημαία, άσπρη σημαία που υψώνουν πολιορκούμενοι για να δηλώσουν την πρόθεσή τους για ανακωχή ή παράδοση – λευκά είδη, γεν. ονομ. για τις πετσέτες, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, κουρτίνες – λευκός θάνατος, ο θάνατος από υπερβολική δόση ηρωίνης· (συνεκδ.) η ηρωίνη: έμποροι του λευκού θανάτου – εμπόριο λευκής σαρκός, εμπόριο γυναικών και παιδιών και προώθησή τους στην πορνεία – λευκός γάμος, βλ. γάμος – λευκή νύχτα, η νύχτα κατά την οποία δεν κοιμήθηκε κάποιος· η νύχτα στις χώρες του αρκτικού κύκλου το καλοκαίρι, οπότε δεν σκοτεινιάζει, γιατί ο ήλιος παραμένει στον ορίζοντα
✦ λευκό στοιχείο, (τυπογρ.) το λεπτότερο σε γραφική παράσταση και οπτική ένταση στοιχείο αλφαβήτου της οικογενείας του
✦ ουδ. το λευκό ως ουσ., λευκότητα, ασπράδα
✦ φρ. εν λευκώ, χωρίς επιφυλάξεις ή εγγυήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
μαύρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.