λεπτεπίλεπτος


λεπτεπίλεπτος
Προφορά

Ετυμολογία
λεπτεπίλεπτος μεταγενέστερη ελληνική λεπτεπίλεπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ λεπτεπίλεπτος -η, -ο

✦ ο εξαιρετικά λεπτός στο σώμα, στην κατασκευή, στους τρόπους κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.