λανθασμένος


λανθασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
λανθασμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος λανθάνω

Ερμηνεία
λανθασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που είναι λάθος, όχι σωστός

Συνώνυμα

Αντίθετα
ορθός
Επιρρήματα
λανθασμένα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.