λακές


λακές
Προφορά

Ετυμολογία
λακές └γαλλ┘ laquais

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λακές

✦ υπηρέτης με ειδική στολή
✦ δουλοπρεπής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.