λαιμά


λαιμά
Προφορά

Ετυμολογία
λαιμά λαιμός

Ερμηνεία
λαιμά

✦ ουσ. ο λαιμός: δρόσισε το κεφάλι του ώς τα λαιμά (Π. Πρεβελάκης)
✦ οι αμυγδαλιές: φρ. έχει τα λαιμά του, πάσχει από αμυγδαλιές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.