λίμα
Προφορά
Ετυμολογία
λίμα μεσαιωνική ελληνική λίμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λίμα
✦ μεγάλη πείνα, λαιμαργία
✦ απληστία
✦ (ιταλική lima) εργαλείο για τη λείανση σκληρής ύλης, ρίνη
✦ (μτφ. ) ακατάσχετη φλυαρία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–