λέπι
Προφορά
Ετυμολογία
λέπι αρχαία ελληνική λέπιον, υποκοριστικό του λέπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λέπι
✦ καθένα από τα μικρά, σκληρά πλακίδια που σκεπάζουν το σώμα ψαριών και ερπετών |(ιατρ.) πετάλιο της επιδερμίδας που πέφτει σε ορισμένες μορφές δερματοπάθειας
Συνώνυμα
φολίδα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–