λάινσμαν


λάινσμαν
Προφορά

Ετυμολογία
λάινσμαν └αγγλ┘linesman

Ερμηνεία
λάινσμαν

✦ άκλ. ουσ. (ποδόσφ.) ο επόπτης γραμμών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.