κόμικς


κόμικς
Προφορά

Ετυμολογία
κόμικς └αγγλ┘comics

Ερμηνεία
κόμικς

✦ άκλ. ουσ. σειρά σχεδίων που αφηγούνται μια ιστορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.