κόλπος


κόλπος
Προφορά

Ετυμολογία
κόλπος └ιταλ┘colpo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κόλπος

✦ αποπληξία, συμφόρηση
✦ φρ. του ‘ρθε κόλπος, έπαθε αποπληξία· αποσβολώθηκε, ξαφνιάστηκε από απρόοπτο γεγονός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.