κόβω


κόβω
Προφορά

Ετυμολογία
κόβω ἔκοψα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού κόπτω

Ερμηνεία
ρήμα κόβω

✦ τεμαχίζω: κόβω το ψωμί – το κρέας – το καρπούζι
✦ τραυματίζω, πληγώνω: έκοψε το χέρι του – κόπηκε στο ξύρισμα
✦ αποκόβω και αποβάλλω κάτι ως περιττό: κόβω τα μαλλιά – τα νύχια – τα χόρτα
✦ (για άνθη και καρπούς) δρέπω: έκοψαν κεράσια – σταφύλια – τριαντάφυλλα
✦ σφάζω: έκοψαν, για το Πάσχα, το αρνί
✦ αλέθω: καφές κομμένος
✦ σταματώ, διακόπτω: έκοψαν το ηλεκτρικό – το νερό – την πίστωση – κόβω το τσιγάρο – τα χαρτιά – το ποτό – έκοψε η βροχή – ο πυρετός κόβει την όρεξη
✦ κουράζω, παραλύω, βασανίζω, βλάπτω: αισθανότανε τα γόνατά του κομμένα και τα βλέφαρα βαριά (Γ. Θεοτοκάς) – κόβει το κρύο – δεν είναι οι πόνοι που πονώ κι η πείνα που με κόβει (Κ. Βάρναλης)
✦ ξεθωριάζω: κόβουν τα χρώματα στον ήλιο
✦ φρ. έκοψε το γάλα, αλλοιώθηκε η φυσική του σύσταση
✦ (μέσ.) κόβομαι (μτφ. ) δέρνομαι, χτυπιέμαι
✦ υποβάλλομαι σε κάθε θυσία: κόπηκε να τον εξυπηρετήσει
✦ κουράζομαι πολύ, εξαντλούμαι: κόπηκα, τόσες ώρες δρόμο
✦ φρ. κόβω δρόμο, συντομεύω την απόσταση – κόβει μονέδα, κερδίζει πολλά – κόβει το μυαλό του, είναι έξυπνος – κόβει το μάτι του, βλέπει μακριά · (κ. μτφ.) είναι έξυπνος, αντιλαμβάνεται εύκολα – κόβε, φύγε – το ‘κοψε λάσπη, έφυγε κρυφά, το ‘σκασε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.