κορόιδο


κορόιδο
Προφορά

Ετυμολογία
κορόιδο κουρόγιδο (= κουρεμένο γίδι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κορόιδο

✦ αντικείμενο χλευασμού, εμπαιγμού
✦ εύκολο θύμα εξαπάτησης
✦ φρ. πιάνω κάποιον κορόιδο, εξαπατώ κάποιον, τον εκμεταλλεύομαι: κάτι έπρεπε να σκαρφιστεί για να του αποδείξει πως… δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο (Β. Μοσκόβης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.