κορδέλα


κορδέλα
Προφορά

Ετυμολογία
κορδέλα └ιταλ┘cordella

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κορδέλα

✦ ταινία από ύφασμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη: δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες κορδέλες (Κ. Καβάφης)
✦ στενή ταινία που φέρει τυπωμένες τις μετρικές μονάδες και τις υποδιαιρέσεις τους, και χρησιμεύει για την καταμέτρηση μεγάλων εκτάσεων κτλ.
✦ το χαλύβδινο, σε σχήμα λωρίδας, πριόνι των μηχανικών πριονιστηρίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.