κοπέλα


κοπέλα
Προφορά

Ετυμολογία
κοπέλα μεσαιωνική ελληνική κοπέλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοπέλα

✦ η κόρη, η νέα
✦ (ειδ.) νεαρή υπηρέτρια: η κοπέλα η Μαριγώ μια δουλειά σωστή δεν κάνει (Ζαχ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.