κοντός


κοντός
Προφορά

Ετυμολογία
κοντός αρχαία ελληνική κοντός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοντός

✦ κοντάρι, ιστός
✦ γυμναστικό όργανο αποτελούμενο από φορητή μακριά κυλινδρική ράβδο: άλμα επί κοντώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.