κομμωτής


κομμωτής
Προφορά

Ετυμολογία
κομμωτής μεταγενέστερη ελληνική κομμωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κομμωτής

✦ θηλ. κομμώτρια επαγγελματίας ειδικός στις κομμώσεις, ιδ. των γυναικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.