κολύμβηση
Προφορά
Ετυμολογία
κολύμβηση μεταγενέστερη ελληνική κολύμβησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κολύμβηση
✦ ψυχαγωγική ή αθλητική δραστηριότητα κατά την οποία το σώμα κινείται, προωθείται μέσα στο νερό με την κίνηση των χεριών, και ποδιών, κολύμπι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–