κοινό


κοινό
Προφορά

Ετυμολογία
κοινό └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού κοινός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κοινό

✦ ο λαός, ο κόσμος
✦ κατηγορία ανθρώπων που μετέχει σε μια δραστηριότητα: αγοραστικό κοινό
✦ σύνολο ανθρώπων που παρευρίσκεται σε πολιτιστική, αθλητική κτλ. εκδήλωση: το κοινό των ιππικών αγώνων – το κοινό του θεάτρου
✦ σύνολο ανθρώπων που θαυμάζει το δημιουργό ενός έργου: το κοινό του καλλιτέχνη – του συγγραφέα
✦ πληθ. τα κοινά, τα δημόσια πράγματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.