κληρονόμος


κληρονόμος
Προφορά

Ετυμολογία
κληρονόμος αρχαία ελληνική κληρονόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κληρονόμος

✦ πρόσωπο που κληρονομεί
✦ (ειδ.) το παιδί: πλούτισε μα δεν αξιώθηκε ν’ αποχτήσει κληρονόμο

Συνώνυμα

Αντίθετα
κληροδότης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.