κλειστός
Προφορά
Ετυμολογία
κλειστός αρχαία ελληνική κλειστός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλειστός -ή, -ό
✦ κλεισμένος, σφαλιστός: κλειστά βλέφαρα
✦ περιφραγμένος: κλειστός κήπος
✦ ο χωρίς ελεύθερη επικοινωνία ή χωρίς διέξοδο
✦ αργός, που δεν εργάζεται, δε λειτουργεί: κλειστό εργοστάσιο – μαγαζί
✦ κλειστός τύπος, άνθρωπος κλεισμένος στον εαυτό του, εσωστρεφής, όχι εκδηλωτικός
✦ κλειστό επάγγελμα, στο οποίο υπάρχουν περιορισμοί για την είσοδο νέων μελών – κλειστή οικονομία, η χωρίς ανταλλαγές με το εξωτερικό
✦ φρ. με κλειστά μάτια, με απόλυτη εμπιστοσύνη
✦ που έχει συμπληρωθεί: είκοσι εννιά χρόνους κλειστούς, αφόντας κάηκε το Αρκάδι (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανοιχτός ,ανοιχτόκαρδος, διαχυτικός -κλειστός καιρός, συννεφιασμένος – κλειστό χρώμα, σκούρο
Επιρρήματα
–