κλειδώνω
Προφορά
Ετυμολογία
κλειδώνω μεσαιωνική ελληνική κλειδώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κλειδώνω
✦ κλείνω, ασφαλίζω με κλειδί
✦ (μτφ. ) περιορίζω σε κλειστό χώρο
✦ κλειδώνομαι, κλείνομαι στο σπίτι μου, αποφεύγω τις συναναστροφές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–