κλείσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
κλείσιμο κλείνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κλείσιμο
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλείνω, η κατάσταση του κλείνομαι, σφάλισμα
✦ (μτφ. ) διακοπή λειτουργίας ή επικοινωνίας
✦ περιορισμός
✦ συνομολόγηση
✦ επούλωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άνοιγμα
Επιρρήματα
–