κλασικός
Προφορά
Ετυμολογία
κλασικός └λατιν┘ classicus
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κλασικός -ή, -ό
✦ που ανήκει στην ανώτατη τάξη, επιφανής, άριστος
✦ (ειδ.) δόκιμος συγγραφέας ή καλλιτέχνης της ελληνικής ή ρωμαϊκής αρχαιότητας, που τα έργα του θεωρούνται πρότυπα του είδους
✦ καθιερωμένος, παραδοσιακός: κλασικό ντύσιμο
✦ ο αξεπέραστος σε κάποια ιδιότητα: κλασικός τεμπέλης
✦ ιδιαίτερα χαρακτηριστικός: κλασικό παράδειγμα
✦ κλασική μουσική, η έντεχνη μουσική κατά τον 18ο αι. στην Ευρώπη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κλασικά (Κ κλασικώς)