κλαίω
Προφορά
Ετυμολογία
κλαίω αρχαία ελληνική κλαίω
Ερμηνεία
κλαίω
✦ κ. κλαίγω ρ. (έκλαψα, κλάφτηκα, κλαμένος κ. κλαημένος) χύνω δάκρυα: μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σου ‘μεινε εδωπέρα (Λ. Πορφύρας)
✦ (μτβ.) θρηνώ για κάτι, μοιρολογώ: μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι (Λορ. Μαβίλης) – και τα μάτια σου αστείρευτα κλαμένα (Αθ. Κυριαζής)
✦ ελεεινολογώ
✦ (μέσ.) κλαίγομαι, παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–