κλίμα
Προφορά
Ετυμολογία
κλίμα αρχαία ελληνική κλῖμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κλίμα
✦ το σύνολο των ατμοσφαιρικών συνθηκών που επικρατούν σ’ έναν τόπο: κλίμα εύκρατο – υγρό – ξηρό
✦ (μτφ. ) η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το περιβάλλον: δεν υπάρχει το κατάλληλο κλίμα για να αναπτυχθεί η τέχνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–