κλέβω
Προφορά
Ετυμολογία
κλέβω ἔκλεψα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού κλέπτω
Ερμηνεία
κλέβω
✦ κ. κλέφτω ρ. (έκλεψα, κλέφτηκα, κλεμμένος· Κ κλέπτω) αφαιρώ ξένο πράγμα κρυφά ή με απάτη
✦ (μτφ. ) σφετερίζομαι ξένη ιδέα, εφεύρεση κτλ.
✦ απάγω γυναίκα για να την παντρευτώ: την έκλεψε παιδούλα ακόμα
✦ φρ. κλέβω χρόνο, εξοικονομώ χρόνο: πάσχιζε να κλέψει καμιάν ώρα από τη δουλειά ή τον ύπνο (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–